σεῖσμα — shaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείσματι — σεῖσμα shaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγισμα — το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) [λυγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα τής μέσης») 2. εναλλαγή, τσάκισμα τής φωνής στο τραγούδι νεοελλ. υποχώρηση σε δυσκολίες νεοελλ. μσν. 1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη … Dictionary of Greek
σείσιμο — το, Ν η σείση, το σείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο). Η λ., στον λόγιο τ. σείσιμον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
σεισματίας — ὁ, Α 1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση 2. φρ. «σεισματίας τάφος» τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek
σείσιμο — το, ατος και σείσμα, το ατος, κούνημα, δόνηση: Με το σείσιμο των κλαδιών έπεσαν όλα τα ώριμα φρούτα από τα δέντρα. – Σείσιμο της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- — tu̯ei 2, extended tu̯ei s English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch” Grammatical information: (s present; to es stem… … Proto-Indo-European etymological dictionary